“Η ιδέα του φόβου”
Του Δήμου Μανιώτη
Ποιος να φανταζόταν, ότι τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας και κάποιες θεωρίες συνωμοσίας είναι πλέον πραγματικότητα.
Δυστυχώς δεν άργησαν πολύ, αλλά εφαρμόστηκαν σε μερικές μόνο μέρες.
Αρκεί ένας επιστήμονας, με συμπαθητικό προφίλ, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ψάλτης στην εκκλησία (κερδίζοντας έτσι και τη συμπάθεια των θρησκευόμενων).
Τα ΜΜΕ, του πλέκουν κάθε μέρα το εγκώμιο και σε λίγες μόνο μέρες, έγινε ένας «ήρωας του έθνους».
Ποιος να το φανταζόταν! Ότι όχι πριν κάποια χρόνια, αλλά πριν μερικές μέρες, κανείς δε θα βγάλει άχνα για την «προσωρινή παύση» των παρελάσεων ή το ότι θα παίρνουμε τηλέφωνο τις αρχές, γιατί κάποιος συνάνθρωπος μας βγήκε απ’ το σπίτι του. Όχι για να διαπράξει κάποιο έγκλημα, αλλά για να περπατήσει απλά στο δρόμο. Οι συγκεντρώσεις ατόμων δεν υφίστανται πια. «Οι μάζες δεν επαναστατούν και δεν θέλουν να καταλάβουν πότε καταπιέζονται». Ένα κοινωνικό πείραμα που δείχνει να πετυχαίνει μέχρι στιγμής. Λαοφιλείς καλλιτέχνες μας βομβαρδίζουν κάθε μέρα με μηνύματα για να μείνουμε στο σπίτι. Θέλουμε να βγούμε έξω έστω και με μάσκες προστασίας ή ακόμα και με στολή αστροναύτη αλλά, δεν ξέρουμε πια, πως να επιβιώσουμε εκεί έξω.
Θέλω να βήξω, όχι γιατί αρρώστησα, αλλά γιατί κάθισε ένας κόμπος στο λαιμό μου. Φοβάμαι όμως, γιατί νιώθω τα περίεργα και καχύποπτα βλέμματα των συνανθρώπων μου. Αυτών που καλημέριζα χαμογελαστός μέχρι χθες να με ρωτάνε, «γιατί έβηξες»;
Δε χρειάστηκαν λοιπόν αμέτρητες κάμερες, αλλά ο φόβος μιας θανατηφόρας επιδημίας. Σαν να έκανε όλος ο πλανήτης μια μεγάλη παύση και ξαφνικά σταμάτησαν να λειτουργούν τα πάντα μέσα σε μια μέρα.
Ποιος μας εγγυάται ότι θα πατήσουμε πάλι το Play και ο κόσμος θα ξεκινήσει από εκεί που σταμάτησε; Κανένας και μάλλον είναι αδύνατον.
Πέρα από την ηθική και κοινωνική καταστροφή, ενδέχεται ο φόβος μιας οικονομικής καταστροφής. Μέχρι να μαζέψει η κοινωνία τα συντρίμμια που θα αφήσει η «πανδημία», θα έχει περάσει αρκετός καιρός και η βαριά βιομηχανία του τουρισμού, θα δεχθεί ένα τεράστιο πλήγμα, όπως και τα έσοδα των κρατικών ταμείων, που θα αναζητήσουν ξανά την εύκολη λύση όπως και στην πρόσφατη κρίση που βιώσαμε. «Θα τα πάρουμε από αυτούς που δουλεύουν για μας, πριν καν τους πληρώσουμε». Θα αντέξει ο απλός πολίτης και ένα δεύτερο πλήγμα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Μια οικονομία που μετά βίας στηρίζεται στα πόδια της, θα ξαναπέσει και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ποιο θα είναι το τίμημα για να ξανασηκωθεί, αλλά μπορούμε να καταλάβουμε σαφώς ποιος θα το πληρώσει. Βρεθήκαμε λοιπόν μέσα σε λίγες μέρες σε ένα καθεστώς πολέμου. Φτάσαμε σε σημείο να ζητάμε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που παρατηρείται παντού και έχει καθιερωθεί με συνοπτικές πια διαδικασίες.