Πήγαμε στο θρυλικό “Ρεμπέτικο”- Όταν ο Σταύρος Ξαρχάκος αλώνισε το Ηρώδειο
Ιστορική ήταν η συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου το βράδυ της Κυριακής (3/9) στο Ηρώδειο, όπου παρουσιάστηκαν πρώτη φορά 40 χρόνια μετά οι θρυλικές μουσικές και τα τραγούδια που σφράγισαν το “Ρεμπέτικο”- Ήμασταν εκεί.
Μια βραδιά μυσταγωγική, με στιγμές έντονου μουσικού διονυσιακού πάθους, συγκίνησης και μέθεξης, μια βραδιά που οι ψυχές “πέταξαν” ψηλά βρίσκοντας την άκρη από την κλωστή στο “Δίχτυ” σε ένα ταξίδι από του “Θωμά το Μαγαζί” στην “Αμφιάλη”, και “Στης Πίκρας Τα Ξερόνησα”. Μία βραδιά που ο Σταύρος Ξαρχάκος έπιασε το μικρόφωνο, μας τραγούδησε με τρόπο σπαρακτικό το “Πρακτορείο” και στίχους από το “Μάνα μου η Ελλάς” και μας μίλησε για τη ζωή του.
Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν ιστορική η συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου το βράδυ της Κυριακής (3/9) στο Ηρώδειο, όπου παρουσιάστηκαν πρώτη φορά σαράντα (40) χρόνια μετά, οι θρυλικές μουσικές και τα τραγούδια που σφράγισαν το “Ρεμπέτικο”, την ταινία-σταθμό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Μία σύγχρονη μουσική αποκάλυψη…
Ήταν το 1983, όταν o Κώστας Φέρρης σκηνοθέτησε και παρουσίασε, σε σενάριο του ίδιου και της Σωτηρίας Λεονάρδου, την ταινία «Ρεμπέτικο», μια ταινία ορόσημο, η οποία με αφορμή την πορεία μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου (υπονοείται η Μαρίκα Νίνου), κατέγραψε την Ελλάδα του μεσοπολέμου, τα ρεμπέτικα, τη ζωή των καλλιτεχνών, τη ζωή στα προσφυγικά.
Για τις ανάγκες της ταινίας ο Σταύρος Ξαρχάκος δημιούργησε νέα τραγούδια φτιαγμένα με μία συνταγή που έδιναν την αίσθηση ότι πρόκειται για παλιά ρεμπέτικα. Σαράντα (40) χρόνια πριν, ο εμβληματικός αυτός καλλιτέχνης παρά τις επιθυμίες εταιρειών, επέλεξε να βρει φωνές που να ταιριάζουν σ´ αυτό που ονειρεύτηκε, φωνές με βίωμα και ιδιαίτερο χρώμα.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος
Στη συναυλία του στο Ηρώδειο επέλεξε την ομαδικότητα. Χωρίς κραυγαλέα ονόματα, μαζί με 20 ακόμα μουσικούς, τραγουδιστές και ψάλτες, έδωσε τον πρώτο λόγο στην ορχήστρα του και όλοι μαζί, με την πολύτιμη συμβολή της Ηρώς Σαΐα και του Ζαχαρία Καρούνη, δημιούργησαν μια σύγχρονη ρεμπέτικη κομπανία διαψεύδοντας όσους δεν πίστευαν πως εν έτει 2023 δεν μπορεί να συσταθεί ένα σύγχρονο ρεμπέτικο πάλκο.
Το αποτέλεσμα ήταν συγκινητικό. Με τον Σταύρο Ξαρχάκο να πηγαίνει σαν άγγελος πάνω από τον κάθε μουσικό και να του εμπνέει ζωογόνο μουσική πνοή και το έργο του αυτό να “αποδεικνύει” κάθε ώρα και στιγμή πως είναι “εδώ” και εξελίσσεται εκφράζοντας τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής παρά τις σύγχρονες σειρήνες των καιρών μας.
Εμφανώς συγκινημένος ο σπουδαίος συνθέτης ευχαρίστησε τον Κώστα Φέρρη που βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό και αφιέρωσε τη βραδιά στους πρωτεργάτες του «Ρεμπέτικου» που δεν είναι πια στη ζωή: Νίκο Γκάτσο, Σωτηρία Λεονάρδου, Νίκο Δημητράτο, Νίκο Μαραγκόπουλο, Κώστα Τσίγκο, Τάκη Μπίνη, Αριστείδη Μόσχο, Θόδωρο Πολυκανδριώτη και Λάζαρο Κουλαξίζη.
Το πρακτορείο, θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι, σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές…
“Χωρίς τον Νίκο Γκάτσο, το Ρεμπέτικο δε θα ήταν αυτό που είναι” είπε και η συναυλία ξεκίνησε με τον ίδιο να τραγουδά το “Μάνα μου η Ελλάς”. Ακολούθησαν όλα τα τραγούδια της ταινίας. «Καίγομαι», «Μάνα Μου Ελλάς», «Το Δίχτυ», «Το Πρακτορείο», «Στου Θώμα», «Στης Πίκρας Τα Ξερόνησα», «Μπουρνοβολιά», «Στην Αμφιάλη», τραγούδια που γνώρισαν ευρύτατη αποδοχή, κηρύχτηκαν διαχρονικά και έγραψαν τη δική τους αυτόνομη ιστορία. Από τότε μέχρι σήμερα άλλωστε τα έχουμε ακούσει σε άπειρες διασκευές και εκδοχές, από καλλιτέχνες όλων των ειδών, Έλληνες και όχι μόνο.
Λίγο αργότερα ερμήνευσε ολομόναχος το “Πρακτορείο”. Με το βλέμμα του στραμμένο κάτω, μας χάρισε μία ανατριχιαστικά εσωτερική ερμηνεία. “Προσπάθησα” είπε γλυκά στο τέλος του τραγουδιού. Το τραγούδα και ο ίδιος στην αρχική του εκτέλεση στην ταινία.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος
Ακούγοντάς τις θρυλικές αυτές μουσικές και βλέποντας τους καταπληκτικούς μουσικούς να τις εκτελούν και να τραγουδούν τα τραγούδια του συνειδητοποιούσε κανείς τη μαγεία της σύλληψης και της σύνθεσής του: το πως ένα καθαρόαιμο λαϊκό μουσικό είδος μπορεί να εμποτιστεί ακόμη και με βυζαντινά ίσα και ψαλμωδίες από τους ψάλτες Θανάση Ανδρεάδη, Κωνσταντίνο Κολοβό, Λάζαρο Κουμεντάκη και Χάρη Τρασάνη, σύγχρονους πιανιστικούς jazz αυτοσχεδιασμούς από τον συγκλονιστικό Νεοκλή Νεοφυτίδη ή με ήχους από ακορντεόν από τον Βασίλη Δράγκαρη και βιολιού από τον Βεράνη Καλογιάννη, κόντρα μπάσο από τον Αντώνη Τζίκα και σαντούρι από τον Βαγγέλη Πασχαλίδη.
Τα “μπουζούκια” της βραδιάς (Γρηγόρης Βασίλας, Φώτης Βεργόπουλος, Ηρακλής Ζάκκας, Δημήτρης Λίβανος, Γιώργος Παππάς, Μανώλης Πάππος, Δημήτρης Ρέππας) έδωσαν όλη την ψυχή τους όχι μόνο με το παίξιμό τους, αλλά και με το τραγούδι τους, το ίδιο και οι κιθάρες (Θοδωρής Μέρμηγκας, Γιώργος Νικόπουλος), αλλά και ο τζουράς του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη.
Πώς από Σταυράκης έγινε…. Σταύρος
Στο ανκόρ της βραδιάς ο συνθέτης, λίγο πριν μας χαρίσει το πρώτο ρεμπέτικο τραγούδι που έγραψε, το “Τρεις μάγκες, τρεις γερόμαγκες”, μοιράστηκε μαζί μας μία νεανική του ιστορία. Όταν 19χρονος ακόμη μαθητής του Ωδείου Αθηνών, φλέρταρε έντονα με τη ρεμπέτικη μουσική. “Πήγαινα συχνά τότε στο Φαληρικό Δέλτα, καθόμουν πίσω πίσω, έπινα βερμούτ, δεν υπήρχε τότε ουίσκι. Αυτός που ερχόταν και μου έκανε συχνά παρέα ήταν ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου” είπε και συνέχισε “Μια μέσα μου λέει: ρε Σταυράκι, κανα τραγουδάκι δε γράφεις;” Του λέω “Καπετάν Γιάννη – ήταν δεινός ψαράς και ψάρευε με το καϊκι του τον Καπετάν Ζέπο- τι τραγούδι να γράψω; Δεν έχω στίχο. Μετά από λίγες μέρες μου έδωσε ένα τετράδιο με κάποιους στίχους, το όνομα και το τηλέφωνο του στιχουργού. Μετά από καιρό έγραψα δύο τραγούδια. Σήμερα θα σας πω το ένα. Αυτό έμεινε για 34 χρόνια στο συρτάρι, μετά το έδωσα και το τραγούδησε ο αξεπέραστος Στράτος Παγιουμτζής. Ξαναπήγα στο Φαληρικό και μου λέει ο Παπαϊωάννου, “Σταυράκι, έμαθα πως είναι μαγκιά το τραγούδι”. Από ντροπή δεν πήγα ποτέ το τραγούδι αυτό στον Γιάννη.”
Όσοι δεν είχατε την ευκαιρία να δείτε τον Σταύρο Ξαρχάκο στο Ηρώδειο την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου (η συναυλία του έγινε αμέσως sold out), μπορείτε να την παρακολουθήσετε και μία δεύτερη ημερομηνία, την Πέμπτη 12 Οκτωβρίου