Όταν μια γυναίκα σταματά τα παράπονα και τις ερωτήσεις…μη χαίρεσαι. Φεύγει.

Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Μια γυναίκα που νοιάζεται μιλά. Ρωτά. Ενοχλεί. Θέλει να μάθει, να διορθώσει, να καταλάβει. Μπορεί να σε κουράζει, να σου φαίνεται υπερβολική, να σκέφτεσαι «πάλι τα ίδια;». Μα πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται κάτι πολύ απλό. Ενδιαφέρον. Η γκρίνια της δεν είναι θόρυβος. Είναι το σήμα κινδύνου μιας σχέσης που ακόμα θέλει να σωθεί.
Όταν μια γυναίκα παραπονιέται, παλεύει. Όταν ρωτά «τι έχεις;», «πού είσαι;», «γιατί άλλαξες;», ακόμα πιστεύει ότι υπάρχει κάτι να σώσει. Δεν ψάχνει έλεγχο. Ψάχνει επαφή. Προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό αυτό που κάποτε την έκανε να χαμογελά. Θέλει να μείνει, αλλά χρειάζεται να τη συναντήσεις στη μέση.
Κι ύστερα, κάποια στιγμή, κουράζεται. Σταματά. Δε ρωτά, δε σχολιάζει, δε ζητά εξηγήσεις. Δεν είναι ότι δεν έχει απορίες πια. Είναι ότι κατάλαβε πως δε θα πάρει καμία απάντηση που να αξίζει. Το βλέμμα της δεν ψάχνει πλέον το δικό σου, γιατί το έχει ήδη αποχαιρετήσει μέσα της.
Αυτή η σιωπή δεν είναι ηρεμία αλλά παραίτηση. Είναι το τελευταίο στάδιο πριν τη φυγή. Όταν σταματά να διαφωνεί, δε σημαίνει πως συμφωνεί. Απλώς σταματά να ελπίζει. Όταν πάψει να παραπονιέται, δε βρήκε επιτέλους «την ησυχία της» αλλά βρήκε την απόσταση που χρειάζεται για να μπορέσει να φύγει χωρίς να σπάσει.
Πολλοί άντρες μπερδεύονται. Νομίζουν ότι «επιτέλους ηρέμησε», ότι «σταμάτησε να τους πρήζει». Δεν καταλαβαίνουν ότι η άμεση έκφραση ανησυχιών ή παραπόνων είναι ζωή. Είναι το οξυγόνο της σχέσης που ακόμα αναπνέει. Όταν σταματήσει έχει ήδη πεθάνει μέσα της. Κι αυτό είναι κάτι που κανένα “σ’ αγαπώ” της τελευταίας στιγμής δεν μπορεί να αναστήσει.
Η γυναίκα που σταματά να ζητά, δε σε χρειάζεται πια. Δεν κρατά θυμό αλλά κρατά αξιοπρέπεια. Δε σε τιμωρεί με τη σιωπή της. Απλώς σε βγάζει από την ψυχή της ήσυχα, χωρίς φωνές, χωρίς σκηνές. Και τότε, αν καταλάβεις, είναι ήδη αργά.
Η φυγή της δεν είναι πάντα με βαλίτσα. Μερικές φορές μένει στο ίδιο σπίτι, αλλά δεν είναι πια εκεί. Δε δίνει, δεν περιμένει, δεν προσδοκά. Έχει ήδη μετακομίσει εσωτερικά σε έναν τόπο που δεν έχει πια χώρο για ό,τι την πλήγωσε.
Γιατί, στο τέλος, η γυναίκα δε φεύγει όταν δεν αντέχει πια εσένα. Φεύγει όταν δεν αντέχει πια τον εαυτό της δίπλα σου.
Κι εκείνη τη στιγμή που νομίζεις πως «όλα είναι ήσυχα», να θυμάσαι πως η ησυχία της δεν είναι νίκη σου. Είναι το αντίο της που απλώς δεν το είπε δυνατά. Ακόμα
lovenmore.gr
Ads


