Το οικονομικό έγκλημα της αναδιάρθρωσης των τραπεζών

krisi_607_364_577_324

Πως και ποιοι ξεπούλησαν τις τράπεζες και την Δημόσια περιουσία

Αυτό που έγινε στις τράπεζες, δεν αφορά μόνο τους μικρομετόχους. Μας αφορά όλους, γιατί σχεδόν ακατανόητα απαξιώθηκε η περιουσία του ελληνικού Δημοσίου, κάμποσα δισ. ευρώ χάθηκαν αδικαιολόγητα για πάντα.

Τον Δεκέμβριο του 2014 το χαρτοφυλάκιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) είχε αποτιμηθεί στα 13 δις. Ευρώ. Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και τις ηρωικές διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης τον Απρίλιο του ίδιου έτους, το χαρτοφυλάκιο αποτιμήθηκε στα 6,5 δις ευρώ. Μετά το δημοψήφισμα, την πολιτική του καλοκαιριού και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου η αξία του ίδιου χαρτοφυλακίου έφτασε να είναι τον περασμένο Οκτώβριο 2,4 δις ευρω. Με την ανακεφαλαιοποίηση των προηγούμενων εβδομάδων έφτασε μόλις στα 500 εκατομμύρια ευρώ! Σε ποιά χώρα ανά την υφήλιο έχει ξαναγίνει τέτοιου είδους αποτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση;

Το ελληνικό Δημόσιο έβαλε 25 δισ. € στις τράπεζες το 2013. Έχει μεταφέρει και  τα μελλοντικά έσοδα των φορολογούμενων, ύψους 19 δισ., μέσω αναβαλλόμενων φόρων. Έναντι αυτών έχει αποκτήσει μετοχές που σήμερα αντιστοιχούν στο 57% (μέσος όρος) του τραπεζικού τομέα. Μετοχές που μέσω της τρέχουσας ανακεφαλαιοποίησης έχουν πλέον απαξιωθεί πλήρως. (Το ελληνικό Δημόσιο το 2013 απέκτησε πλειοψηφικά πακέτα σε Εθνική, Πειραιώς, Alpha  και  Eurobank σε τιμές 4,29€, 1,7€, 0,44€ και 1,54€ αντιστοίχως. Οι αυξήσεις κεφαλαίου στα πλαίσια της ανακεφαλαιοποίησης θα γίνουν στα 0,02€, 0,003€, 0,04€ και 0,01€ ).
Επειδή οι μετοχές είναι χρηματιστηριακό προϊόν, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί η αξία των μετοχών του Δημοσίου. Εξαρτάται από το timing, το μακροοικονομικό περιβάλλον κ.α. Τα hedge funds αποφάσισαν πως η εν λόγω αξία είναι μηδέν. Δεν ήταν πάντα έτσι. Στην 5η αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, όπου αναθεωρήθηκε ο στόχος για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, τα προσδοκώμενα έσοδα από την πώληση των τραπεζικών μετοχών ήταν 12 δισ. €. Πρόβλεψη συντηρητική, όπως αρμόζει σε διεθνή οργανισμό, η οποία υπερκεράστηκε από την πραγματικότητα το 2014, όταν η αξία των μετοχών του Δημοσίου ανήλθε στα 18,5 δισ. Χάσαμε λοιπόν κάτι που είχε δυνητική αξία μεταξύ 12 και 18 δισ. Ξεπουλήσαμε, μερικά δισεκατομμύρια για πάντα επειδή, ακόμα και αν ανακάμψουν οι τράπεζες στο μέλλον, το ελληνικό Δημόσιο έχει πλέον πολύ μικρή συμμετοχή στο μετοχικό τους κεφάλαιο και στα μελλοντικά κέρδη.

Η εντελώς στρεβλή διαδικασία ήταν και λανθασμένη. Η τρέχουσα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έγινε σε πολύ κακή συγκυρία για τη χώρα και υπό πολύ αντίξοες συνθήκες. Εντός 10 ημερών, με την αξιολόγηση σε εκκρεμότητα, οι ελληνικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να αντλήσουν από την αγορά 10 δισ. €, με αποκλεισμένο από τη διαδικασία της αύξησης τον βασικό μέτοχο, το ελληνικό Δημόσιο καθώς και τους Ελληνες μικροεπενδυτές.
Ξεκίνησε δηλαδή μια ανοιχτή διαδικασία για την άντληση κεφαλαίων, στην οποία μπορούσαν να συμμετάσχουν μόνο ξένοι θεσμικοί επενδυτές. Ωστόσο – αν και αναμενόμενο – δεδομένης της δεινής μακροοικονομικής αλλά και πολιτικής κατάστασης της χώρας, οι βασικοί και υγιείς θεσμικοί επενδυτές απουσίαζαν από τη διαδικασία. Για να είμαστε πιο σωστοί, η χώρα μας δεν βρίσκεται καν στον επενδυτικό τους χάρτη. Έτσι, οι μόνοι που έμειναν να συμμετάσχουν στη διαδικασία, ήταν ακραία κερδοσκοπικά hedge funds. Δεν ήταν δηλαδή μια ανοιχτή διαδικασία, όπου η ελεύθερη αγορά με τις προσφορές της καθόρισε μια δίκαιη αποτίμηση. Ήταν μια παρωδία, μια αναγκαστική και πιεστική διαδικασία, κατά την οποία τα  hedge funds αφέθηκαν να οργανώσουν πάρτι με τις ευλογίες τρόικας και κυβέρνησης. Τα hedge funds με τις προσφορές τους καθόρισαν την αξία που θα έμενε στους παλαιούς μετόχους. Οσο πιο μικρή αυτή η αξία, τόσο μεγαλύτερη η αξία των νέων μετοχών που θα αποκτούσαν. Και τα hedge funds χωρίς έλεγχο, χωρίς ανταγωνισμό (το ελληνικό Δημόσιο αλλά και οι εγχώριοι επενδυτές ήταν αποκλεισμένοι από τη διαδικασία) διαμόρφωσαν έτσι τις τιμές, ώστε να μηδενίσουν την αξία που κατείχαν οι παλαιοί μέτοχοι, το ελληνικό Δημόσιο, την περιουσία δηλαδή του Ελληνα φορολογούμενου.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης καθορίστηκαν από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Η απαγόρευση-περιορισμός συμμετοχής του ελληνικού Δημοσίου στη διαδικασία της αύξησης ήταν λανθασμένη. Και ήταν η καθοριστική παράμετρος για την ατυχή αυτή εξέλιξη. Η μεθόδευση της διαδικασίας ήταν μυωπική και «φθηνή», αν ο στόχος ήταν να βάλει λιγότερα κεφάλαια στις αυξήσεις.
Ήταν άστοχη, άκαιρη και ιδεοληπτική, αν ο στόχος ήταν να ιδιωτικοποιηθούν άμεσα οι τράπεζες.

Η κυβέρνηση θα έπρεπε να διαπραγματευτεί έστω για μια φορά στα σοβαρά! Να διεκδικήσει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου τη δυνατότητα συμμετοχής στις αυξήσεις κεφαλαίου με στόχο να διατηρήσει το Ελληνικό Δημόσιο τα ποσοστά του στις Τράπεζες. Αν το Ελληνικό Δημόσιο τοποθετούσε στις αυξήσεις 3 δισ. περισσότερα απ’ όσα τελικά έβαλε, θα μπορούσε να διατηρήσει τα ποσοστά του και να εισπράξει στο μέλλον πολλαπλάσια αξία.
Αντ’ αυτού, πριν από λίγες μέρες «διαπραγματεύονταν σκληρά» για να προστατεύσουν τη δημόσια περιουσία ως εξής: προσπαθούσαν να διασφαλίσουν ότι το Δημόσιο δεν υποχρεούται να πουλήσει τις τραπεζικές μετοχές (μέχρι το 2022 πρέπει να έχει πουλήσει τις μετοχές που κατέχει) παρά μόνον αν η τιμή πώλησης είναι υψηλότερη της τιμής κτήσης. Δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο θα πουλήσει τις μετοχές π.χ. της Eurobank, μόνο εάν και εφόσον η μετοχή της Eurobank  φτάσει σε τιμή 150 φορές μεγαλύτερη από την τιμή της τρέχουσας αύξησης, δηλαδή αν αποκτήσει κεφαλαιοποίηση περίπου 300 δισ. Δηλαδή, ποτέ. Ασφαλώς, η τρόικα έκοψε την τροπολογία, αφού επί της ουσίας σήμαινε πως το Δημόσιο δεν θα πουλούσε τις μετοχές του ποτέ. Το περιστατικό αυτό δείχνει την ποιότητα των προτεραιοτήτων και της επαφής της κυβέρνησης με την πραγματικότητα.

Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι πολλές. Μας ξαναγύρισαν στην ύφεση.   Δεν έκλεισαν την αξιολόγηση. Μας έφεραν τα capital controls. Δεν έκλεισαν το θέμα των πλειστηριασμών. Οι τράπεζες φυσικό κι επόμενο να ξαναχρειάζονται  κεφάλαια. Όλη διαδικασία προχώρησε με ακέφαλη την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Και το φινάλε του success story της αναδιάρθρωσης.  

Οι διοικήσεις των Τραπεζών οπωσδήποτε κατάλαβαν τι γινόταν και έχουν ευθύνες. Ενημέρωσαν την κυβέρνηση που δεν έχει λόγο να γνωρίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες; Δούλεψαν για το συμφέρον του κύριου μετόχου τους, δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου; Ρευστοποίησαν περιουσία για να μειώσουν τις κεφαλαιακές ανάγκες;
Η περίπτωση της Alpha Bank.
Δεν ήταν απαραίτητο να κάνει 2,5 δισ. αύξηση. Μπορούσε η αύξηση να είναι πολύ μικρότερη και να συμπληρώσει τα υπόλοιπα κεφάλαια το ΤΧΣ. Δηλαδή μέσα στα στενά πλαίσια που είχαν καθορίσει οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί υπήρχαν και άλλοι τρόποι να γίνει η αύξηση, με αποτέλεσμα πιθανότατα ευνοϊκότερο για την αξία των παλαιών μετοχών που κατείχε το ελληνικό Δημόσιο. Αυτοί οι τρόποι βέβαια απαιτούσαν μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση από τη μεριά του ελληνικού Δημοσίου. Και ίσως να ήταν το ελληνικό Δημόσιο που αρνήθηκε μια εναλλακτική διαδικασία. Αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Εγινε όμως μια τέτοια συζήτηση μεταξύ διοικήσεων τραπεζών και του κύριου μετόχου;

Ας πάρουμε και την περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας.
Η Εθνική τράπεζα έχει ένα πολύ αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο, την Finansbank. Την έχει εκεί στα βάθη της Ανατολής και θαυμάζει το διαμάντι της. Η τράπεζα χρεοκοπεί, οι μέτοχοι εξαϋλώνονται και οι διοικήσεις της Εθνικής, δεν ιδρώνει το αυτί τους. Το σχόλιο αφορά και την τωρινή διοίκηση αλλά και την προηγούμενη όπως και την αύξηση του 2013.
Την απόφαση να μην πουληθεί η Finansbank την πήρε το management  της Εθνικής. Η διοίκηση της Εθνικής ανακοίνωσε πριν από κάποιες εβδομάδες ότι θα πουλήσει το φιλέτο, λίγο αργά βέβαια…και γι αυτό τώρα το δίνει κοψοχρονιά!

Στην ανακεφαλαιοποίηση το ελληνικό Δημόσιο θα βάλει 6 δισ. Λαμβάνει μετοχές όμως μόνο για το 1,3 δισ. Τα υπόλοιπα είναι ένα χρηματοοοικονομικό εργαλείο που ονομάζεται Μετατρέψιμα Ομόλογα (Cocos). Οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία, η ουσία όμως είναι η εξής: το Ελληνικό Δημόσιο με αυτόν τον τρόπο στηρίζει κεφαλαιακά τις τράπεζες, αναλαμβάνει το ρίσκο να χάσει τα κεφάλαια αν τα πράγματα πάνε στραβά, αλλά δεν παίρνει την ενδεχόμενη υπεραξία, αν τα πράγματα πάνε καλά. Δεν είναι και τόσο συμφέρον deal, έχει όμως λόγο ύπαρξης αυτό το εργαλείο. Υπό κατάλληλες συνθήκες είναι η σωστή επιλογή διότι βοηθά τον ιδιώτη μέτοχο της τράπεζας να σταθεί όρθιος σε μια δύσκολη στιγμή και το κράτος έχει και συμφέρον και υποχρέωση να το κάνει. Με Cocos στήριξε και το πορτογαλικό Δημόσιο τις εκεί τράπεζες. Τώρα όμως στην Ελλάδα ο κύριος μέτοχος των τραπεζών δεν είναι ιδιώτης, είναι το Δημόσιο. Αυτό που συνέβη είναι σαν να μπαίνει το κράτος εγγυητής στο δάνειο μιας επιχείρησης και η επιχείρηση με το δάνειο αυτό να αγοράζει για ένα «κομμάτι ψωμί» ακίνητο του Δημοσίου που βγαίνει σε πλειστηριασμό.Να στηρίξουμε την επιχειρηματικότητα και τον ιδιωτικό χαρακτήρα του τραπεζικού συστήματος κ.λπ., αλλά λίγη λογική δεν βλάπτει.

Δεν νοιάζεται κανένας. Η Ευρώπη φαίνεται πως είχε δική της ατζέντα. Η κυβέρνησή μας φαίνεται πως είναι άσχετη και επικίνδυνη. Οι διοικήσεις των Τραπεζών φαίνεται να πορεύονται με φτωχό  management και ίσως κι εκείνοι με δική τους ατζέντα.

Αν η χώρα θα ορθοποδήσει και κατ’ επέκτασιν οι τράπεζες θα ανακάμψουν και η αξία τους θα αυξηθεί. Η Ελλάδα έπρεπε σε αυτή την συγκυρία να εισφέρει 9 δισ. € αντί για 6 δισ., διατηρώντας πλειοψηφική συμμετοχή στις τράπεζες.
Αν η κυβέρνηση πιστεύει πως θα τα καταφέρουμε, ότι διεκδικούμε δηλαδή συμμετοχή σε μελλοντικά κέρδη κι όχι ζημιές, είχε νόημα και ήταν συμφέρον να μη χάσει το ελληνικό Δημόσιο την πλειοψηφική του θέση στις τράπεζες.
Αν όμως πιστεύει πως δεν θα τα καταφέρουμε, πως η χρεοκοπία έχει συνέχεια και γι’ αυτό συνέφερε να εγκαταλείψει το ρίσκο των τραπεζών και να τις «χαρίσει» στα hedge funds, τότε ας μετατρέψει τα λιγοστά κεφάλαια που υπάρχουν στα ταμεία της σε γερμανικά ομόλογα για να τα περισώσει.