Στην καλλιέργεια βαμβακιού στρέφονται και φέτος οι αγρότες του κάμπου
Και τη φετινή χρονιά οι γεωργοί της περιοχής μας δείχνουν προτίμηση τη συγκεκριμένη καλλιέργεια
Χρονιά του βαμβακιού θα είναι και η φετινή για τους Τρικαλινούς και τους Θεσσαλούς ευρύτερα αγρότες, που είτε προχώρησαν στην σπορά του προϊόντος, είτε θα σπείρουν τις αμέσως επόμενες ημέρες, μετά το Πάσχα.
Τα πρώτα ανεπίσημα συμπεράσματα προέρχονται από το μικρό έστω αριθμό αγροτών που έσπευσαν να υποβάλλουν την δήλωση του ΟΣΔΕ στα κατά τόπους συνεργεία συγκέντρωσης. Η πλειονότητα αυτού του αριθμού αγροτών δείχνει ότι την φετινή χρονιά στρέφονται στην καλλιέργεια βαμβακιού για μια σειρά λόγων.
Ο σημαντικότερος λόγος είναι η άνοδος των τιμών η οποία έχει αναπτερώσει το ηθικό των καλλιεργητών. Οι βελτιωμένες τιμές, που έδωσαν πέρυσι τα εκκοκκιστήρια, αλλά και η χρηματιστηριακή εικόνα έχουν δώσει φέτος άλλον «αέρα» στο βαμβάκι. Σε ένα χρονικό σημείο, στο οποίο η συζήτηση για την ανάταξη της καλλιέργειας στην κατεύθυνση της παραγωγής πιστοποιημένου προϊόντος με την ανάλογη υπεραξία έχει ανοίξει για τα καλά, ο πάλαι ποτέ «λευκός χρυσός» δείχνει να κεφαλαιοποιεί την ικανοποίηση των καλλιεργητών από τις περυσινές αυξημένες τιμές, αλλά και την απογοήτευση από την πορεία άλλων «ανταγωνιστικών» καλλιεργειών. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μια αύξηση στις εκτάσεις από 10% έως 20%, όπου το βαμβάκι φαίνεται ότι θα κερδίσει στρέμματα, μεταξύ άλλων, και από το καλαμπόκι δίχως να αποκλείονται και μετατοπίσεις από ορισμένα κτηνοτροφικά φυτά.
Όσοι βέβαια αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας επιλέγουν τη «σιγουριά» του σκληρού σιταριού, ποντάροντας στα σχετικά χαμηλά καλλιεργητικά έξοδα και στην προοπτική βελτίωσης των τιμών μετά τα πολύ χαμηλά επίπεδα στα οποία βρέθηκαν πέρυσι. Με το ίδιο σκεπτικό, πολλοί καλλιεργητές, ιδίως στη Θεσσαλία, φαίνεται ότι παραμένουν για άλλη μια χρονιά «πιστοί» στο κριθάρι, ενώ υποχώρηση έχει καταγραφεί στο καλαμπόκι, καθώς, εκτός από τη χαμηλή τιμή, η εικόνα του βαρύνεται και από το υψηλό κόστος παραγωγής.
Τέλος, η προ διετίας τάση ανάκαμψης, που είχε καταγραφεί στο μαλακό σιτάρι, δείχνει να αντιστρέφεται, καθώς οι εισαγωγές δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στους Έλληνες καλλιεργητές να διεκδικήσουν καλύτερες τιμές.