Η γνωστή- άγνωστη αρχιτεκτονική των χωριών του δήμου Φαρκαδόνας

0

Γράφει η Ελένη Δ. Μορέλλα, αρχιτέκτων, φωτογραφίζει και επιμελείται ο Θοδωρής Λακιάρας


Μέρος πρώτο : Πηνειάδα, Οιχαλία, Φαρκαδόνα

«Όταν το βλέπεις κάθε μέρα το συνηθίζεις και δεν σου κάνει εντύπωση» παραδέχεται χαμογελαστός ένας κάτοικος της Πηνειάδας που μας μιλά για την εγκαταλελειμμένη κατοικία του τσιφλικά του χωριού. Κι όμως, ακόμη κι αν το συνηθίζεις δεν πρόκειται σίγουρα για κάτι το συνηθισμένο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα υπέροχο λιθόκτιστο των αρχών του 20ου αιώνα. Από αυτά που σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου μετατρέπονται σε πολυτελείς αγροτουριστικούς ξενώνες, κέντρα αναψυχής και πολιτιστικούς χώρους, αρκεί  φυσικά να υπάρχουν οι ευκαιρίες και τα κίνητρα.
Παρατηρώντας τα γνωστά – άγνωστα κτίσματα στα χωριά της Φαρκαδόνας η ομάδα μας προσπάθησε να βρει και να φωτίσει  αυτό το «κάτι» που ξεχωρίζει σε έναν τόπο. Και το βρήκε. Αυτό που αν και είναι τόσο γνωστό στους κατοίκους, μένει τελικά άγνωστο, απαρατήρητο, ανούσιο όταν δεν λαμβάνει την αξία και την προσοχή που του αρμόζει.

Το κουτσέκι του Ζωγράφου στην Πηνειάδα.
Το κουτσέκι του Ζωγράφου στην Πηνειάδα, κύρια όψη.

Κοιτάζοντας το σπίτι εξωτερικά κουβεντιάζουμε για την προέλευση του παλιού ονόματος της Πηνειάδας που ήταν «Ζαρκ- Μαρί», ήτοι το «Ζάρκο της Μαρίας», όνομα που σύμφωνα με την τοπική παράδοση προέκυψε όταν το χωριό δόθηκε ως προικώο στην πολύφερνη νύφη Μαρία, κόρη του τοπικού τσιφλικά Ζωγράφου {2}

Η Πηνειάδα

Η ιστορική πληροφορία όμως αποκαλύπτει ότι το αρχικό όνομα της Πηνειάδας είναι απλά «Μαρία» προς τιμήν της θυγατέρας του Ζωγράφου ενώ μετονομάστηκε αργότερα σε Ζαρκ- Μαρί καθώς υπαγόταν στην κοινότητα Ζάρκου. Και το εν λόγω «κουτσέκι» του τσιφλικά αποτελεί μια προσεγμένη, στιβαρή διώροφη κατασκευή ορθογωνικής κάτοψης, δομημένη με τρόπο που φανερώνει πλούτο, χτισμένη γύρω στα 1900.

Το κουτσέκι κείτεται κλειδωμένο, ανεκμετάλλευτο, περιτριγυρισμένο από φυσική βλάστηση. Η εξωτερική πέτρινη σκάλα και το μπαλκόνι στο οποίο θα οδηγούσε έχουν καταστραφεί. Παρότι έχει υποστεί τη φθορά του χρόνου η νεότερη κεραμοσκεπή προσδίδει επιβλητικότητα στο όλο σύνολο σε συνδυασμό με το ευρύχωρο οικόπεδο.

Στην αυλή γεωργικά μηχανήματα της εποχής μας ξεκουράζονται περιμένοντας να τεθούν σε χρήση. Το βουνό απέναντι δεν το σκιάζει καμία ώρα της ημέρας καθώς βρίσκεται βόρεια σε σχέση με το κτίσμα. Από την αντίθετη πλευρά του δρόμου σε μικρή απόσταση   το πέτρινο δημοτικό σχολείο της Πηνειάδας συνομιλεί με το κουτσέκι.

Το Δημοτικό Σχολείο Πηνειάδας.

Μια αναπόφευκτη σύγκριση του βασικού κτίσματος με το σπίτι του επιστάτη, μικρό βοηθητικό πρόσκτισμα δίπλα στο μεγάλο διώροφο, ενισχύει ακόμη περισσότερο την αίσθηση του πλούτου στους κατασκευαστικούς τρόπους, μετατρέποντας το κουτσέκι σε ένα ζωντανό αποτύπωμα της σκληρής πραγματικότητας επάνω στην αρχιτεκτονική.

Μιας πραγματικότητας όπου ο πλούσιος κάμπος δουλευόταν από τους κολίγους και τα κέρδη καρπωνόταν οι τσιφλικάδες. Κι αυτό ίσως αποτελεί μια μακρινή εγκυκλοπαιδική πληροφορία χωρίς οικείες εικόνες για τους  μαθητές που έχουν ακουστά για τα τσιφλίκια από τα σχολικά βιβλία  με τις αναφορές  στη στάση του Κιλελέρ και στο διήγημα «Το Μπουρίνι» του μεγάλου Μ. Καραγάτση {1}. Κι όμως, παρόμοια με τον τρόπο που το επάγγελμα του ναυτικού είναι οικογενειακή παράδοση για ένα άγονο ελληνικό νησί, άλλο τόσο οι τσιφλικάδες και οι κολίγοι είναι ζωντανή ιστορία για το θεσσαλικό κάμπο.

Τα χωριά αυτού του τόπου έχουν να θυμούνται πως το επάγγελμα του αγρότη στη νεότερη Ελλάδα ποτέ δεν ανταμείφθηκε επαρκώς, πόσο μάλλον θα λέγαμε ότι αποτελούσε πάντα ένα μέσο σκληρής εκμετάλλευσης.

Το μικρό βοηθητικό κτίσμα στο κουτσέκι της Πηνειάδας.

Όλα αυτά συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν σε μια χώρα που ο ήλιος θα μπορούσε να αποτελεί την κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της οικονομίας και άρα η γεωργία να βρίσκεται στην κορυφή της οικονομίας.

Για την πλήρη υποβάθμιση του επαγγέλματος σήμερα ενδεικτική είναι η τιμή αγοράς του θεσσαλικού βαμβακιού στα 0.43 λεπτά το κιλό, όπως μας πληροφορεί ο προερχόμενος από αγροτική οικογένεια αρχισυντάκτης της σελίδας μας, Θοδωρής Λακιάρας, και η γεωργική ενασχόληση σε ένα τόσο γόνιμο τόπο εξακολουθεί να είναι μια κοπιαστική ασχολία η οποία δεν αμοίβεται αντίστοιχα.

Η μυρωδιά από το χαμομήλι όμως που σκεπάζει την αυλή του σπιτιού αγγίζει ευχάριστα το πρόσωπο και διώχνει τις δυσάρεστες σκέψεις για την αποθησαυρισμένη προίκα της Μαρίας, τους κολίγους και την πορεία της ελληνικής γεωργίας…

Αφήνουμε το σπίτι του τσιφλικά Ζωγράφου με τον ευγενικό γείτονά του και περνάμε στη Οιχαλία, ή Νεοχώρι, τσιφλίκι του Αλή Πασά Τεπελενλή επί Τουρκοκρατίας, όπου βρίσκουμε ένα δίδυμο σπίτι, την οικία  Σακελλαρίου, κλειδωμένη και αυτή στην κεντρική είσοδο. Και την αποκαλούμε «δίδυμο» γιατί μοιράζεται βασικά χαρακτηριστικά με το κουτσέκι του Ζωγράφου στην Πηνειάδα. Καθώς τα λαϊκά σπίτια της περιοχής είναι είτε επιμήκη ισόγεια είτε σαφώς μικρότερα διώροφα, λιτά, με αδρή τοιχοποιία και περιορισμένους χώρους, γίνεται προφανές ότι και αυτή η οικία ανήκε σε κάποιο σημαίνον πρόσωπο του χωριού.

Η Οιχαλία
Το κουτσέκι της Οιχαλίας, όψη.
Λαϊκή κατοικία στο Δήμο Φαρκαδόνας.

Μια μικρή βιβλιογραφική έρευνα επαληθεύει το προφανές. «Ο σουλτάνος παραχώρησε το τσιφλίκι σε αξιωματούχο κι εκείνος το 1875 το πούλησε στον Χριστάκη Ζωγράφο.

Ο Χριστάκης Ζωγράφος

Ο Χριστάκης Ζωγράφος το έδωσε προίκα στην κόρη του Θεανώ, σύζυγο του Λεωνίδα Δεληγιώργη.

Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας- Περίοδος 24 Οκτωβρίου 1890 – 18 Φεβρουαρίου 1892

Η κατοικία του Δεληγιώργη ηλικίας περίπου 90 ετών (το 1992) διατηρείται σε καλή κατάσταση, τριώροφος, λιθόκτιστος, και κεραμοσκεπής (το κουτσέκι).» {3}
Αν και θυμίζει το προικώο της «Μαρίας» στην Πηνειάδα, αυτό το σπίτι που δόθηκε ως προίκα στη Θεανώ περιβάλλεται από ένα πιο πυκνά δομημένο ιστό καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Οιχαλίας. Δεν σου επιτρέπει να σταθείς σε απόσταση για να το παρατηρήσεις.

Ο μαντρότοιχος σε εξαναγκάζει να περπατήσεις στα γύρω σοκάκια προκειμένου να δεις όλες τις πλευρές του. Ανακαλύπτεις ότι το σπίτι δεν είναι αυστηρά ορθογώνιο, αλλά στη πίσω όψη διαμορφώνει προεξοχές και προσθήκες από τις οποίες η πιο σύγχρονη μοιάζει να είναι μια νοικοκυρεμένη πτέρυγα που «ακουμπά» επάνω στο κτίσμα που κατοικείται και μοιράζεται την ίδια αυλή με το κουτσέκι.

Το κουτσέκι της Οιχαλίας, κύρια όψη.

Τμήμα του ισογείου επίσης κατοικείται και λάμπει από καθαριότητα.
Φεύγουμε από την Οιχαλία- ή Νεοχώρι, κι ερχόμαστε τώρα στη Φαρκαδόνα όπου το σκηνικό αλλάζει. Εδώ υπάρχει η αίσθηση του κέντρου, η πύκνωση των κτισμάτων έχει κάτι το ασφυκτικό σε σχέση με τη χαλαρότητα της δόμησης στα προηγούμενα χωριά. Οι αυλές περιορίζονται. Μοιάζει να υπήρξε μια προσπάθεια των κτισμάτων να προσφέρουν άμυνα στο παρελθόν κι αυτό δεν σβήνει εύκολα από τη μορφή του αστικού ιστού. Γιατί το ίχνος του παγιωμένου αρχικού ιστού αλλοιώνεται συνήθως λόγω κάποιας μαζικής καταστροφής που εδώ δε συνέβη όπως είναι η πυρκαγιά, ο σεισμός, η… αντιπαροχή.

Η Φαρκαδόνα

Αναζητούμε κάποιο κτίσμα που διαφέρει από τα άλλα. Όμως στη Φαρκαδόνα δεν ψάχνουμε τυχαία. Έχουμε υπόψιν ένα μικρό διαμάντι μέσα στο κεφαλοχώρι. Είναι ένα διατηρημένο ισόγειο σπίτι του 1930 με περίτεχνα διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο. Η ιστορία του: ανήκε στον κ. Δημητρακόπουλο Κων/νο, με σημερινό ιδιοκτήτη τον εγγονό του κ. Θανάση Παλιούρα, συνταξιούχο μηχανικό, με μέριμνα του οποίου ανακαινίστηκε το 1994. Είναι το σπίτι ενός ανθρώπου που ξέρει να εκτιμάει το γνήσιο, το αυθεντικό, αυτό που φέρει μνήμες. Γι” αυτό και το εξόπλισε με μεράκι.

Η οικία Αθανασίου Παλιούρα στη Φαρκαδόνα, κύρια όψη.
Η οικία Αθανασίου Παλιούρα στη Φαρκαδόνα, πλάγια όψη

Οικία Αθανασίου Παλιούρα στη Φαρκαδόνα, αυλή.

Οικία Αθανασίου Παλιούρα στη Φαρκαδόνα, μπροστινός κήπος.

Η κύρια όψη επάνω στο δρόμο στο χρώμα της ώχρας είναι σοβαντισμένη και δεν αποκαλύπτει τη λιθοδομή της όπως το υπόλοιπο κτίσμα ενώ έχει επενδυθεί με ένα κλασικιστικό μανδύα. Χρώματα, γείσα, κορνίζες στα παράθυρα και άλλες λεπτομέρειες αλλάζουν τη φυσιογνωμία του αρχιτεκτονήματος και θυμίζουν τη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα.Θα λέγαμε ότι μιμείται τον εκλεκτικιστικό μανδύα που ντύθηκαν τα υπάρχοντα κτίσματα ανά την Ελλάδα σε τέτοια έκταση αναζητώντας το ρομαντισμό του κλασικισμού που έγινε κι αυτή η τάση κομμάτι της ιστορίας της αρχιτεκτονικής.

Η κ. Δεβώρα Οικονομούλα μας ανοίγει την αυλόπορτα  και περπατάμε παράλληλα με το σπίτι για να βρεθούμε στην αυλή και στην δευτερεύουσα είσοδο. Η αυλή είναι ένα ονειρικό σκηνικό αποτελούμενο από βοηθητικά κτίσματα λίγων τετραγωνικών που εναλλάσσονται με ελεύθερους φυτεμένους χώρους και καλλωπιστικά φυτά. Μικρές γωνιές στολίζονται από καλοσυντηρημένα αντικείμενα του παρελθόντος:  το κάρο,  η βρύση, το κεραμικό πιθάρι δημιουργούν μικρά θέματα στην αυλή.

Το σπίτι περιλαμβάνει 4 υπνοδωμάτια, τον κεντρικό διάδρομο και τους βοηθητικούς χώρους, λουτρό και κουζίνα. Μας κερδίζουν οι τοιχογραφίες με τα σταμπωτά μοτίβα λουλουδιών στο εσωτερικό αυτών των ευρύχωρων δωματίων. Η οικοσκευή του σπιτιού αποτελείται από γνήσια αντικείμενα και έπιπλα του προηγούμενου αιώνα σκηνοθετώντας ένα ολοκληρωμένο σύνολο, αντάξιο ενός μικρού λαογραφικού μουσείου και μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Έχουν διατηρηθεί δάπεδα, εγκαταστάσεις και γύψινα διακοσμητικά στοιχεία με κάποιες περιορισμένες στον αριθμό προσθήκες που είναι απαραίτητες για τη σύγχρονη διαβίωση.

Εσωτερικό της οικίας Παλιουρα

Εσωτερικό της οικίας Παλιουρα

Δεν μας κάνει καρδιά να αφήσουμε το αρχοντικό όμως η ξενάγησή μας από την κ. Οικονομούλα πρέπει κάποτε να τελειώσει.

Τα ευρήματα της έρευνας μας, το κουτσέκι της Πηνειάδας, το κουτσέκι της Οιχαλίας και η οικία Παλλιούρα στη Φαρκαδόνα, μας παρακινούν να προσεγγίσουμε περισσότερο τη γνωστή και παράλληλα άγνωστη αρχιτεκτονική των χωριών του δήμου και να τη μοιραστούμε με τους αναγνώστες μας.
Γιατί το «κάτι» που αναζητούμε δεν είναι στεγνές ιστορικές πληροφορίες αλλά η πραγματικότητά τους στο σήμερα. Οι άνθρωποι που ζουν και αναπνέουν γύρω από αυτά τα σύγχρονα μνημεία. Οι ιστορίες τους. Γιατί πιστεύουμε βαθειά ότι το πρώτο βήμα προς την αξιοποίησή τους είναι να τα γνωρίσουμε και να τα αντιμετωπίσουμε σαν μια κοινή κληρονομιά με ανυπολόγιστη αξία.

Ο Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Αχλαδοχώρι

Στη διαδρομή προς Αχλαδοχώρι κάνουμε μια στάση στο Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στην κεντρική τοιχογραφία της εισόδου ο Χριστός παραλαμβάνει το πνεύμα της Παναγίας σαν σπαργανωμένο βρέφος. Ο Ναός σε τέλεια αρμονία με το τοπίο είναι σαν να αναδύθηκε μέσα από τη γη.

Κι επειδη η σημερινή βόλτα μας θύμισε αρκετά τη «Βόλτα στα πετρότιστα της Κρήνης» Τρικάλων ας τελειώσουμε αντίστοιχα και εδώ με δυο στίχους.Δυο απλές κουβέντες στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη:   «Εδώ ας σταθώ. Κ ας δω κι εγώ την φύσι λίγο.»
Σας χαιρετούμε μέχρι την επόμενη φορά. Θα επανέλθουμε με άλλα χωριά του Δήμου Φαρκαδόνας.

Τοιχογραφία του 18ου αιώνα στην όψη του Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Αχλαδοχώρι.

Βιβλιογραφικές πηγές:

  1. Μ. Καραγάτσης, Το Μεγάλο συναξάρι, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2011
διαθέσιμο και στο σύνδεσμοhttp://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14827/index_d_11_02.html
  1. Βασιλείου Δ. Μπέη, Η επαρχία Φαρκαδόνος και το Ζάρκον, Θεσσαλονίκη 1976
  2. Μιχάλης Κ. Λίτσιος, Ιστορία και παραδόσεις της Οιχαλίας και Φαρκαδόνας του Νομού Τρικάλων από το 1200 π.Χ. έως του 1990 μ.Χ. έκδοση Α, Βογιατζοπούλου 1992
  3. Οι αεροφωτγραφίες των χωριών είναι προϊόν χρήσης του λογισμικού Google Earth

KRINI LIVE





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *